τιμητοῦ

τιμητοῦ
τῑμητοῦ , τιμητής
valuer
masc gen sg
τῑμητοῦ , τιμητός
valued
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τιμητεία — η, ΝΑ [τιμητεύω] (στην αρχ. Ρώμη) η θητεία, το αξίωμα και η εξουσία τού τιμητού, τού Ρωμαίου κήνσορα («τῆς δ ὑπατείας κατόπιν ἔτεσι δέκα τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • τιμητεύω — Α [τιμητής] έχω το αξίωμα τού τιμητού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”